ολυμπιονίκη — ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α) η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη] … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονίκη — Ὀλυμπιονί̱κη , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc sg (attic epic ionic) Ὀλυμπιονί̱κη , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναυκύδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ν. ο πρεσβύτερος (5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Καταγόταν από το Άργος και ήταν αδελφός του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου. Πρέπει να ήταν πολύ νεότερος από τον αδελφό του, γιατί ο Πλίνιος αναφέρει ότι έζησε κατά την 95η… … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιονίκα — Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc/acc dual Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem nom/voc sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱ , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc nom/voc/acc dual (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιονίκας — Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem acc pl Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκη victory at Olympia fem gen sg (doric aeolic) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης conqueror in the Olympic games masc acc pl (doric) Ὀλυμπιονί̱κᾱς , Ὀλυμπιονίκης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λούης — ο φρ. «γίνομαι Λούης» φεύγω τρέχοντας πολύ γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επώνυμο τού πρώτου σύγχρονου Έλληνα Ολυμπιονίκη μαραθωνοδρόμου Σπ. Λούη] … Dictionary of Greek
Πιττακός — Ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, ο οποίος έζησε κατά την παράδοση μεταξύ 640 και 570 π.Χ. και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή της πατρίδας του Μυτιλήνης. Μαζί με τους αδελφούς του ποιητή Αλκαίου ανέτρεψε την τυραννίδα του… … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
τόφαλος — ο, Ν (για πρόσ.) σωματώδης, ογκώδης, άτομο μεγάλου ύψους και εύρους («το παιδί αυτό είναι σωστός τόφαλος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Τόφαλος Δημήτριος, ολυμπιονίκη τής άρσης βαρών] … Dictionary of Greek
Αγελάδας — (6ος 5ος αι. π.Χ.).Γλύπτης από το Άργος, κυρίως χαλκοπλάστης. Έργα του δεν έχουν σωθεί, η σπουδαιότητά του όμως προκύπτει από μαρτυρίες και από την παράδοση, κατά την οποία υπήρξε δάσκαλος των τριών μεγάλων γλυπτών του 5ου αι.: Φειδία, Μύρωνα και … Dictionary of Greek